Στον ίσκιο της μαυροφτέρουγης νύχτας
είδα Χριστέ μου τα σημάδια από τα καρφιά σου
όταν μια χούφτα από φράουλες
στοίχειωσε τα όνειρά μου,
σημαδεύοντας με ντροπή τις πατημασιές
της γοργόφτερης κόρης που την έλεγαν Θαλλώ
την στιγμή που έφευγε
βάφοντας τα κρινένια δάχτυλα της
με το αίμα των κατατρεγμένων αυτής της γης
Και από τότε συνέχεια ακούω
στα σκοτεινιασμένα δάση της ταραγμένης συνείδησης μου
την πονεμένη κραυγή του Γκιώνη
όταν κατευθύνεται σαν σαϊτιά προς τα άστρα,
απεγνωσμένα θρηνώντας να καλεί
σαν άλλος Κάιν που μετάνιωσε για το έγκλημα του
τον αδελφό του να γυρίσει και πάλι πίσω.