O πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009

( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )

Αποσπάσματα
από την ζωή μιας γυναίκας
η καινούργια δουλειά που ετοιμάζω


...Ένα πρωινό του φθινοπώρου και αυτή το μόνο που έβλεπε ήταν το γκρίζο και ας ήταν το παράθυρο γεμάτο από γλάστρες με χρυσάνθεμα και ας είχε κατεβεί ο ήλιος σέρνοντας νωχελικά τα βήματα του για να στρογγυλοκαθίσει πάνω στα πέταλα τους.Σήμερα δεν μπορούσε να δει τίποτε γιατί ήταν σαν να έβρεχε σιωπή πάνω από τα δευτερόλεπτα. Την μια ώρα διαδεχόταν η άλλη και έξω οι νότες της βροχής προσπαθούσαν να υποτάξουν τον θόρυβο της πόλης που σαν αλητάκι έτρεχε κάνοντας φασαρία εδώ και εκεί.Από παιδί το ένιωθε πως το φθινόπωρο ήταν πάντα η εποχή που μέσα της ξυπνούσαν οι ποιητές με όλα τα χρώματα και τα αρώματα που χυνόντουσαν γλυκά μέσα στο αίμα για να την κάνουν να νιώθει πάντα ερωτευμένη.
Το μυαλό της ήταν σαν να είχε μπλεχτεί σε ένα δαίδαλο σκέψεων από όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει.Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει από ένα ύπνο διαφορετικό από όλους τους άλλους,κοιμόταν χρόνια και δεν το είχε καταλάβει.Ναι είχε δίκιο εκείνη η γυναίκα ,που μέσα στου αλκοόλ την ζάλη,κάθε νύχτα της φώναζε θυμωμένα ,ότι δεν της άφηνε χώρο να ανασάνει και ότι της είχε αρπάξει το σώμα και την ψυχή, για να γερνούν δίπλα σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ερωτευτούν με τον τρόπο που αυτή ήθελε,μα αυτή είχε την ανάγκη αυτού του έρωτα που ήταν γραμμένος ακόμα και σε αυτά τα κύτταρα της πριν ακόμα ταξιδέψουν μέσα στους αιώνες.
Κατευθύνθηκε για να αλλάξει το φίλτρο του καφέ και να κάνει καινούργιο.Ήταν τόσο βυθισμένη στις σκέψεις της,που αν την ρωτούσεςεκείνη την στιγμή τι έκανε,
ίσως και να μην ήξερε να σου απαντήσει.Εξάλλου ήταν και αυτή η θάλασσα των αναμνήσεων που απλωνόταν ολοένα και πιο πολύ και ύστερα ήρθε στο μυαλό της και εκείνος ο πίνακας με την θάλασσα που έμπαινε στο δωμάτιο και τώρα το θυμάται πως δεν μπορούσε για ώρα πολύ να ξεκολλήσει το βλέμμα της από πάνω του.Μια θάλασσα ένιωθε και αυτή την στιγμή να μπαίνει από παντού στο δωμάτιο από σκέψεις ,εικόνες και συναισθήματα και αυτή γυναίκα γυμνή να ψάχνει μέσα στα ναυάγια τους νεκρούς της.Έβαλε τον καφέ στο φλυτζάνι και ύστερα άναψε μηχανικά το τσιγάρο για να βουλιάξει ακόμα πιο πολύ μέσα στου καπνού την γλυκιά ζάλη.
Είναι ξέρετε κάποια στιγμή στις ζωές των ανθρώπων ,που έρχονται αντιμέτωποι με τον ίδιο τον εαυτό τους,για να δούνε αν είναι καλά εκεί που είναι ή αν χαθήκαν μέσα στην ίδια τους την πόλη.Βλέπετε μεγάλη η πόλη και οι δρόμοι της γεμάτοι από μοναξιά ίσως και από τον φόβο της μοναξιάς και αυτός ο φόβος είναι πολλές φορές χειρότερος και από αυτή την ίδια την μοναξιά, γιατί τον νιώθεις νύχτα μέρα να σου ακινητοποιεί τα πόδια και να μένεις κολλημένος σε ένα βάλτο από όπου δεν μπορείς να ξεκολλήσεις..

Βάσω Μπρατάκη

Υ.Γ. Στους φίλους και τις φίλες που με διαβάζουν μήνες θέλω την γνώμη σας για αυτό το μικρό κείμενο, γιατί είναι ένα μικρό απόσπασμα από κάτι που άρχισα να γράφω αυτές τις ημέρες.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας καζάζη )


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ

Πως ακούγεται ο βηματισμός των άστρων,
στα καλντερίμια του φεγγαριού!
Και εγώ γυναίκα γυμνή,
με όλα τα φύλλα του φθινοπώρου,
στους ώμους και τα χέρια,
καρφωμένη στο κέντρο της νύχτας,
σαν τυφλή μάντισσα,
να ψάχνω με τα μάτια της αφής,
τα σημάδια του έρωτα σου.
Στην άκρη της κάμαρης,
το μαύρο τριμμένο παλτό σου
και εσύ σαν φυλαχτό ,
με λατρεία να έχεις φυλάξει,
στην φθαρμένη του φόδρα,
το ανάγλυφο σώμα του έρωτα μου.


Θέλω κάτι από σένα μου είπες,
να μου κρατά συντροφιά,
όταν θα ανεβαίνω ένα-ένα τα σκαλοπάτια,
της νύχτας όπου φυλάκισα τα όνειρα μου
και είναι και αυτά τα δωμάτια,
με τις ανάσες του έρωτα στούς τοίχους
και τα παραθυρόφυλλα τα διαβρωμένα,
από τις βροχές του φθινοπώρου
και το μεγάλο το ρολόι στον τοίχο,
που αρνείται επίμονα,
τον χρόνο να μας γυρίσει πίσω.
Και εγώ από τότε να κοιμίζω τα όνειρα μου,
στα λευκά σεντόνια όπου,
απλώσαμε γυμνό τον έρωτα μας,
περιστέρια μήπως και τα κάνω
να σου συντροφεύουν τις νύχτες.

Βάσω Μπρατάκη

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ


Δυο λυγερόκορμα κυπαρίσσια,
σαν τα δάχτυλα γέρου πιανίστα,
κάτω από των άστρων την βεντάλια,
άκαρδα σκόρπισαν τις νότες,
που έγραψαν την σονάτα του θανάτου.
Και ήταν μεσάνυχτα ,
όταν κοράκια στα μαύρα φτερά τους,
καβάλα μου έφεραν την θλίψη
και ήταν η ζωή η ίδια που αιμορραγούσε,
σαν μικρή παιδούλα που θυσιαζόταν,
για ένα ταξίδι στο άγνωστο.


Ήταν εκείνη η καταραμένη η νύχτα,
που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω,
γιατί τα όνειρα μου σκότωσαν,
με όπλα που σημάδευαν την καρδιά σου
και εσύ αγάπη μου να κοιτάς στα μάτια,
τον στρατιώτη που εντολή είχε,
να σου αφαιρέσει την ζωή σε μια νύχτα ,
γιατί στα όνειρα σου το πουλί ήθελε,
να κελαηδά ελεύθερο μακριά από το κλουβί
και στο τραπέζι της ζωής να υπάρχει πάντα,
ένα καρβέλι ζεστό ψωμί...για σένα και για μένα...


Και εγώ αγάπη μου από τότε,
στο παγωμένο μέταλλο της σιωπής,
με αγωνία θα ψάχνω πάντα,
τα αποτυπώματα της φωνής σου,
όταν μου έλεγες το τελευταίο το αντίο
και ας μην το έμαθες ποτέ σου,
πως εκείνη την σημαδεμένη την νύχτα,
με ένα εγκατελειμμένο τζουκ μποξ,
σε δωμάτια ερειπωμένα και άδεια,
ότι θα χόρευε ταγκό,
ο θάνατος αντί για τον έρωτα.

Βάσω Μπρατάκη


ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
στις όμορφες ιστορίες αγάπης
που τις έσβησε μια σφαίρα
πριν από 36 χρόνια
μια νύχτα του Νοέμβρη
σαν και σήμερα.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )

ΑΣΕ ΜΕ…
Άσε με ,με την ανατολή των χεριών μου ,
από την αρχή να σου ξαναχτίσω την ημέρα,
ψυχή που πορεύεται σε νύχτα δίχως φεγγάρια ,
μονάκριβό μου ρόδο, που το ανάστησε η φλόγα ,
όταν οι άπιστοι έκαιγαν την Αγία Τράπεζα ,
εκεί που οι πιστοί φύλαγαν σαν άγια κοινωνία,
στα σκεύη της μνήμης ,του έρωτα τους τα μυστικά .
Και η ηχώ ταξίδευε καλπάζοντας στα μονοπάτια,
μεταλλικής καμπάνας που ρίζωσε στην σιωπή ,
κορμί και εγώ …διψασμένο κορμί ,
χαμένο μέσα στου έρωτα σου την άγια σιωπή ,
όταν ο έρωτας γινόταν κρασί σε βενετσιάνικο ποτήρι,
και οι στιγμές αιμορραγούσαν, παραίσθηση ,
που διαλυόταν στον κυκλώνα των αισθήσεων,



Άσε με ,να χαθώ στους χτύπους της καρδιάς σου ,
όταν η επιθυμία γκρεμίζει τα κάστρα της λογικής ,
και ο έρωτας ξαναγεννιέται πάλι μυστικά ,
στα ομιχλώδη τοπία που χρόνια τώρα ,
σιωπηλά μαζεύουμε τους νεκρούς έρωτες μας
και είχαν δεκανίκια τα όνειρα μας ,
όταν ο Μορφέας σκοτεινός πορευόταν,
προς τα κει που υψωνόταν των άστρων η πολιτεία
και το αίμα πέταλα φωτιάς να μου στέλνει ,
κατά εκεί που ξυπνά το φεγγάρι τα όνειρα μου
και είναι η σιωπή συνεργός του έρωτα ,
όταν το σκοτάδι καλπάζει σαν θλιμμένος καβαλάρης ,
ανάμεσα στα γρανιτένια δάση της νύχτας ,
και εγώ ψυχή παραδομένη στα μάγια του έρωτα σου….


Βάσω Μπρατάκη


LET ME…

Let me, with the dawn of my hands
To rebuild your day from the beginning
Soul that wanders in a moonless night
My precious rose, risen by flame
When the perfidious burnt the Altar
Where the believers cherished as a holy communion
The secrets of their love, in memory’s vessels
And Echo travelled galloping on the trails
Of a metal bell that rooted in silence
And I, a figure…a thirsty body
Lost within the holy silence of your love,
When love turned into wine in a Venice glass,
And moments bled,
Illusion that scattered
In the cyclone of the senses



Let me perish in your heartbeats
When desire shatters the castles of sanity
And love is secretly born again
In the dim sceneries where for years to pass
We silently harvest our dead loves
And our dreams bore ancon
When dark Morpheus headed
To the land of the stars
And blood sending me petals of fire
Towards where the moon awakes my dreams
And silence is love’s accomplice
When darkness gallops like a sad rider
Through granitic forests of the night
And I, a soul surrendered in your love’s spells…
Vaso brataki

Η ποιητική απόδοση
στα αγγλικά ανήκει
στην Χάρις Παρασκευοπούλου


translated by
Xaris Paraskevopoylou

Ευχαριστώ την φίλη μου
την ζωγράφο Μαρία Καζάζη
για τον υπέροχο πίνακα της.

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας καζάζη )

ΚΥΚΛΟΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΣ
Αφιερωμένο
στην φίλη μου
την Carpe diem


Κύκλοι οι νύχτες μας και στο κέντρο,
η καρδιά μου...η καρδιά σου...οι καρδιές μας.
Και γύρω τους διψασμένοι κυνηγοί,
που βγήκαν με αίμα να ξεδιψάσουν,
τα άγρια ένστικτα του έρωτα τους,
κρύβοντας φαρέτρα και βέλη,
στον ίσκιο του φεγγαριού,
όταν ποτάμια το αίμα, άναβε φωτιές,
σε δάση που δεν είχαμε ποτέ διαβεί
και ήταν ο φόβος της μοναξιάς του ταξιδιού,
που τους έχρισε εραστές του φεγγαριού...


Και είναι η σιωπή των αμνών που ακούγεται,
κάθε φορά που πέφτει η μάσκα.
Και αυτοί πάντα να στοχεύουν,
στο κέντρο την καρδιά μας.
Και εμείς πληγωμένοι και γυμνοί,
με σπασμένα τα φτερά,
έντρομοι να βλέπουμε ,στο κατώφλι της ανατολής,
πως ο κύκλος της νύχτας, έχει και άλλο μικρύνει
και στο φως του φεγγαριού, φαντάζει ,ολοένα και πιο πολύ,
το κέντρο της φοβισμένης καρδιάς μας.


Και μέσα στου αλκοόλ την ζάλη
και στου καπνού τους άσπρους κύκλους,
να αναρωτιέσαι ολοένα και πιο πολύ,
αν θα προλάβουμε ,άραγε να αγαπηθούμε
και ας έχουμε παιδευτεί,
να μάθουμε τον έρωτα να καλούμε,
με όλες τις λέξεις της σιωπής.
Γιατί είναι γραφτό της μοίρας,
οι άνθρωποι να γερνάνε νωρίς.


Άραγε θα προλάβουμε;
Στον ίσκιο αυτού του ερωτηματικού,
γερνούν οι νύχτες μας...

Βάσω Μπρατάκη

Δημοφιλείς αναρτήσεις