O πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη

Κυριακή 30 Μαΐου 2010

( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )

ΣΤΗ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Στην λήθη του φεγγαριού,
σε σκοτεινά δίχτυα έπιασαν,
τα λόγια του έρωτα μου
και στο αίμα σφυρίζουν,
σειρήνες της νύχτας,
γεννώντας απατηλές ,
των στίχων αστροφεγγιές...


Και εγώ να ψάχνω,
στον ίσκιο των αστεριιών τους,
τα ίχνη των αγγέλων,
που επέταξαν τα φτερά,
που τους υπόσχονταν το αθάνατο,
τις νύχτες που το φεγγάρι,
ντύθηκε πόθος,
για να γίνουν κοινωνοί,
της ανθρώπινης αγάπης τους...


Και εσύ μικρό πουλί,
πιασμένο στα ξόβεργα,
κυνηγού που δεν γνωρίζεις,
να μετράς στον ίσκιο,
της πληγωμένης φτερούγας σου
την φθαρτή ομορφιά ,
του γήινου κόσμου μου...

Βάσω Μπρατάκη

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010



ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

Στα σύνορα της ατέρμονης σιωπής μου,
πάντα ένας στίχος σου θα με καλεί,
προς το όνειρο ξυπόλητη να περπατήσω,
που ξεδιπλώνεται στις κάμαρες του ύπνου,
όταν η μικρή αράχνη της νύχτας,
θα πλέκει σιωπηλά στην σκιά της σχισμής ,
στα ασημένια δοκάρια του φεγγαριού,
τα γκριζόμαυρα ατσάλινα της δίχτυα,
θέλοντας να φυλακίσει τις αντιστάσεις,
της πόλης που υποκλίνεται στην ακρόπολη των άστρων ,
όταν τα πέτρινα αγόρια θα ξυπνήσουν
και πάλι στα μπράτσα του ονείρου
και η δίψα του έρωτα θα αναστηθεί,
για μια ακόμα φορά στα μισάνοιχτα τους χείλη,
σαν το κόκκινο ,το χρώμα της φωτιάς
που ανασταίνεται κάθε άνοιξη,
στο χωράφι με τις κόκκινες παπαρούνες.


Και κάθε φορά η καρδιά μου,
αλαφιασμένη θα χτυπά,
σαν την καρδιά του μικρού λαγού,
με τα μεγάλα κόκκινα του μάτια,
όταν τρέμοντας στέκει ακίνητος,
όρθιος στα πίσω του πόδια,
τυφλωμένος μπροστά στους προβολείς του φορτηγού,
που βιαστηκά γλισυρά σαν φίδι,
στις λεωφόρους της ασύνορης νύχτας.

Βάσω Μπρατάκη

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010



Ο ΓΛΑΡΟΣ ΙΩΝΑΘΑΝ


(επαναδημοσίευση )


Στην άκρη του δειλινού,
ένα ζευγάρι σχισμένα σανδάλια,
με αυτά περιπλανήθηκα ,
σε βουνά και ακρογιάλια
και τον χρόνο ένιωσα,
σαν βότσαλο νωχελικά,
να βουλιάζει,
σε παρελθοντικούς αιώνες.


Στο ξύπνημα ,
στο πρώτο φως,
έσκυψα και φίλησα,
μια χούφτα από χώμα
και για λίγο ένιωσα,
την δύναμη της ζωής ,
όταν καλπάζοντας ανέβαινε ,
από τις ρίζες και τα φύλλα,
στον γαλάζιο τρούλο ,
του ουρανού.


Και όταν ιδρωμένο,
το μεσημέρι έφτασε,
ευλαβικά έσκυψα,
σε μια χούφτα από κύμα ,
να διαβάσω τα μυστικά,
που έκρυψαν τα ψάρια,
στα ασημένια λέπια τους,
όταν σαν αφηνιασμένα άλογα ,
έτρεχαν πάνω από το κύμα.


Και τώρα πάλι,
στο κατώφλι της νύχτας,
γυμνή και ανυπόδητη,
ιχνηλάτης και πάλι,
ποθώ να γίνω,
της τροχιάς που διαγράφουν ,
τα όνειρα των ανθρώπων,
όταν σαν γλάροι ορμούν,
στην θάλασσα της καρδιάς τους.


Και εσύ γλάρε μου ,Ιωνάθαν
που στο βλέμμα είχες,
το γκρίζο της τρικυμίας,
αντί για το γαλάζιο του ουρανού
και στην θέση της καρδιάς,
είδα το δειλινό να αιμορραγεί,
μην ξεχνάς πως το μυστικό είναι,
να πετάς...
να πετάς φίλε μου...
ακόμα και όταν νιώθεις,
πως κουραστήκαν τα φτερά σου...
ακόμα και όταν νιώθεις ,
πως απόμεινες μονάχος...


Γιατί Ιωνάθαν,
το 'ξερες από την αρχή,
πως αυτό θα ήταν το τίμημα,
για τα όνειρα σου,
γιατί εκεί που πετάς,
φίλε μου,
λίγοι μοναχά,
θέλουν να φτάσουν,
γιατί οι πολλοί,
αρκούνται μοναχά σε αυτά που βλέπουν
και γραπτό της μοίρας είναι,
αυτοί που πιστεύουν ,
σε όνειρα αόρατα στα μάτια,
των ανθρώπων,
να νιώσουν κάποτε,
πως μονάχοι πετάνε,
στον ουρανό της καρδιάς τους...

Βάσω Μπρατάκη

Αφιερωμένο
στον φίλο μου τον Νημερτή
και σε όλους τους Γλάρους Ιωνάθαν
που δεν κουραστήκαν ,να ζυγιάζουν
το πέταγμα τους στους ουρανούς του πνεύματος,
ψάχνοντας την απάντηση ,στα αναπάντητα
ερωτήματα των ανθρώπων...

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010



Στα σκοτεινά νερά του ποταμού,
βροχή από ασημένια ξέφτια,
το φεγγάρι που βιάστηκε να ανατείλει,
γκρεμίζοντας στην άβυσσο της σιωπής,
την ηχό μιας διαβατάρας ημέρας
και απόμειναν τα τελευταία λόγια μας ,
πουλιά που νωχελικά ξεψυχούνε,
στα ιδρωμένα σεντόνια του ύπνου.
Πως δεν το είχαμε καταλάβει,
πως ερημοπούλια πάντα ήμασταν ,
στους μοναχικούς δρόμους της καρδιάς μας
και σε δωμάτια σκοτεινά και άδεια ,
από τις ανάσες του ονείρου,
σε κλίνες ,μιας ψεύτικης ηδονής,
πως χειροπόδαρα είχαν δέσει τα κορμιά μας,
σκληροί προαγωγοί και βαμμένες πόρνες,
που την αυγή ξεπουλήσαν τα όνειρα μας...


Μπαρούτι παντού στους δρόμους της νύχτας
πυρπολημένοι οι δρόμοι της άνοιξης,
άλλοι νεοφώτιστους μας αποκάλεσαν
και άλλοι μύστες μιας ξεχασμένης θρησκείας,
μα εμείς το ξέραμε βαθειά μέσα μας,
πως χελιδόνια θέλαμε να 'μαστε,
που ολοένα τριγυρνάνε στους ουρανούς,
το αίμα να πίνουμε από το νεόκοπο φεγγάρι,
για να αναστήσουμε και πάλι,
το κόκκινο στο κορμί μικρής παπαρούνας,
γιατί αυτή την άνοιξη , αδελφέ μου,
αντί για την ευωδιά των λουλουδιών,
κερί και λιβάνι μυρίζει,
ο αγέρας γύρωθε μας,
από τα σκοτωμένα όνειρα ,
τα δικά μας ...και των παιδιών μας,
που τις νύχτες δειλά-δειλά,
τον έρωτα άρχισαν να συλλαβίζουν
και να ξυπνούν στα άγουρα τους χείλη...

Βάσω Μπρατάκη

Αφιερωμένο στην Ευαγγελία Πατεράκη
για το ποίημα της "αντάρτικο φεγγάρι"

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

( Χαρακτικό της Βάσως Κατράκη )


Η ΠΡΟΔΩΣΙΑ
Πως απομείναμε έτσι,
μονάχοι και εγκαταλειμμένοι,
μέσα στην σκληρή της μοίρας μας,
άγρια θεία δίνη;
Και η μοναξιά μας,
αχάραχτη και ανέγγιχτη,
σαν τα νερά στον καθρέφτη,
βαθειάς πράσινης λίμνης.


Του αδελφού,
το χέρι που χάραξε την πικρή μοίρα
και εμείς μιλούσαμε για λύκους και κοπάδια,
που να ξέραμε,
πως τα φίδια άλλαζαν ολοένα δέρμα,
αγκαλιάζοντας σφιχτά,
τα κλαδιά που άπλωσαν φυλλωσιές,
πάνω από τα χρόνια με τις ημέρες μας.

Βάσω Μπρατάκη

Δημοφιλείς αναρτήσεις