Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009
ΜΝΗΜΗ
Αδελφέ μου,
μια καλοκαιρινή νύχτα σαν και τούτη,
στο κιτρινισμένο κορμί μιας περγαμηνής,
διάβασα τα εξής λόγια:
''στον κόρφο της πληγής μου
κρατάω βαθιά μια μνήμη,
στα ζεστά νεύρα της οι αυριανοί κριτές σας.
στην ψυχή των ποιητών όλου του κόσμου ,
φωτειά που καίει ,
η μνήμη των βασανισμένων ανθρώπων.
Αδελφέ της ακροποταμιάς,
μην ξεχνάς πως υπάρχω ,εγώ,
μια μνήμη που ολοένα βαραίνει...''
Άνθρωπε μου,
μας κρατά δεμένους το βάρος μιας μνήμης,
πάνω σε αυτήν θα χτίσουμε το αύριο.
Βάσω Μπρατάκη
Από την ποιητική συλλογή μου
"ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ- ΔΟΚΙΜΕΣ "
Γραμμένο το 1983
ΕΥΧΕΣ ΓΙΑ ΤΟ 2010
ΠΕΙΝΑ , ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΑΚΡΙΝΕΣ
ΣΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ
ΤΟ
2010
Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας καζάζη)
ΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ
Το πιο όμορφο από όλα,
ίσως να είναι,
αυτό που ζει,
στα πιο τρυφερά όνειρα μας,
κάποιες βροχερές,
του φθινοπώρου νύχτες,
όταν ροδοπέταλα φωτιάς,
αγγίζουν τα πάθη των αγγέλων.
Είναι ίσως αυτό που ζει,
στο μυαλό και στην καρδιά μας,
τις μεγάλες νύχτες της προσμονής,
όταν ο έρωτας της ψυχής,
γίνεται ρυθμός,
στα σώματα των μπαλαρίνων
ή μυστικός χορός,
στα χιονένια όνειρα των κύκνων.
Το πιο όμορφο απ' όλα,
είναι αυτό που νιώθω,
όταν χάνομαι στην ματιά σου,
τρομαγμένη ελαφίνα,
που ξεδίψασε στην στέρνα της ψυχής σου,
τις στιγμές που το όνειρο γίνεται αλήθεια.
Το πιο όμορφο από όλα,
είναι η στιγμή,
που ο έρωτας γίνεται ποίημα,
ιδρωμένος καλπασμός αλόγων,
μέσα στην άγρια νύχτα.
Βάσω Μπρατάκη
Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )
ΕΡΙΝΥΑ
Σ' αντάμωσα την ώρα που έβγαινα από μια θύελλα,
κρατώντας βαθειά κάτω από το δέρμα μου,
τον όρκο να ξανάβρω και πάλι μια στάλα ήλιο.
Θα 'ταν θυμάμαι την ώρα που έφευγε η μέρα
ή μάλλον καλύτερα,
την ώρα που άρχιζε η νύχτα,
τότες που πάλευα με την σιωπή μου,
μην έχοντας την δύναμη να πλάσω καινούργια λόγια.
Σ'αντάμωσα περπατώντας γυμνή,
πάνω σε αυτά τα κρύα μάρμαρα,
κρατώντας βαθειά μέσα στην σκέψη μου,
το όνειρο για το τρυφερό άγγιγμα ενός ζεστού ανέμου,
τις νύχτες που γλιστρούσε ο χρόνος,
σιωπηλό φίδι ανάμεσα στα άσπρα μάρμαρα,
νεκρά κουφάρια που ξυπνούν την φωνή μου,
μια φωνή που μιλάει για περασμένα ναυάγια.
Σ'αντάμωσα τις νύχτες που έθαβα ,
κλαίγοντας τους νεκρούς μου,
κρατώντας στην θύμηση μου,
μια στάλα από το δικό τους αίμα,
ΕΣΕΝΑ την ξεθαμένη μορφή μιας ΕΡΙΝΥΑΣ,
που ολοένα μου φωνάζει ,
-το αίμα ζητά εκδίκηση γυναίκα-.
Βάσω Μπρατάκη
Απο την ποιητική συλλογή μου
''ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ - ΔΟΚΙΜΕΣ ''
Γράφτηκε το 1983
ευχαριστώ την φίλη μου ,
την ζωγράφο Μαρία Καζάζη ,
για τον υπέροχο πίνακα της .
Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009
(το έργο είναι της χαράκτριας Βάσω Κατράκη )
Η ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ
Είχε ένα κομμάτι σίδερο για πρόσωπο.
Ήταν μια ωραία πελεκητή προσωπίδα.
Δεν το ξέραμε
και ονειρευόμασταν κάτω,
από τις γλυκές ρυτίδες της καλωσύνης του.
Είχε δυό λευκά τριαντάφυλλα για μάτια,
που χαμογελούσαν μέσα από τις κίτρινες φλόγες,
μιας ύπουλης σαγηνευτικής αγάπης.
Κάποιος γέροντας είπε πως ήταν προσωπίδα
και ύστερα ξεψύχησε στην αποβάθρα.
Δεν τον πιστέψαμε
και ησυχάζαν τα κοπάδια μας,
κάτω από τον ίσκιο της.
Κάποιο βράδυ έπεσε η προσωπίδα.
Οι κλειστές πόρτες ψιθύριζαν,
για τα συντρίμια και τα βογγητά που κρύβαν
και τότε μόνο μερικοί,
αγουροξυπνημένοι από την φρίκη της αλήθειας,
διάβασαν στον ίσκιο της νυχτερίδας,
πως κάθε βράδυ, όταν γεμίζει το φεγγάρι,
ότι πέφτει και μια τέτοια σιδερένια προσωπίδα.
Βάσω Μπρατάκη
Από την ποιητική συλλογή μου
'' ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ - ΔΟΚΙΜΕΣ ''
γράφτηκε το καλοκαίρι του 81
Η ΠΡΟΣΩΠΙΔΑ
Είχε ένα κομμάτι σίδερο για πρόσωπο.
Ήταν μια ωραία πελεκητή προσωπίδα.
Δεν το ξέραμε
και ονειρευόμασταν κάτω,
από τις γλυκές ρυτίδες της καλωσύνης του.
Είχε δυό λευκά τριαντάφυλλα για μάτια,
που χαμογελούσαν μέσα από τις κίτρινες φλόγες,
μιας ύπουλης σαγηνευτικής αγάπης.
Κάποιος γέροντας είπε πως ήταν προσωπίδα
και ύστερα ξεψύχησε στην αποβάθρα.
Δεν τον πιστέψαμε
και ησυχάζαν τα κοπάδια μας,
κάτω από τον ίσκιο της.
Κάποιο βράδυ έπεσε η προσωπίδα.
Οι κλειστές πόρτες ψιθύριζαν,
για τα συντρίμια και τα βογγητά που κρύβαν
και τότε μόνο μερικοί,
αγουροξυπνημένοι από την φρίκη της αλήθειας,
διάβασαν στον ίσκιο της νυχτερίδας,
πως κάθε βράδυ, όταν γεμίζει το φεγγάρι,
ότι πέφτει και μια τέτοια σιδερένια προσωπίδα.
Βάσω Μπρατάκη
Από την ποιητική συλλογή μου
'' ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ - ΔΟΚΙΜΕΣ ''
γράφτηκε το καλοκαίρι του 81
Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )
Αποσπάσματα
από την ζωή μιας γυναίκας
....Νύχτες τώρα αυτή και η μοναξιά της , αχώριστα τώρα φιλαράκια εδώ και χρόνια και η εξάρτηση του ενός από τον άλλο είχε καταντήσει σαν μια εξάρτηση πάθους δυο εραστών, που δεν μπορούσαν να ζήσουν χώρια μα και μαζί .Πάνω στο τραπεζάκι την περίμενε ένα μισογεμάτο ποτήρι με το ποτό της και τα παγάκια να λιώνουν σιγά –σιγά υποταγμένα στους νόμους της φυσικής .Το περίεργο είναι πως υπάρχουν και στιγμές που κάπως έτσι νιώθουμε
να γίνεται και με το ίδιο το κορμί μας , μην ξέροντας ποιους νόμους ακολουθεί με μόνη την διαφορά ότι το νιώθουμε να λιώνει και ύστερα να γλιστρά μέσα στο καινό που ανοίγει ξαφνικά μπροστά μας . Κάπως έτσι νιώθουμε, δυστυχώς όταν πέφτει η μάσκα και βγαίνει στο φως η αλήθεια και τότε με λύπη ανακαλύπτουμε πως ήταν τα ίδια τα δικά μας τα χέρια που είχαν με επιμέλεια κλείσει με ένα μεταξωτό μαντήλι τα μάτια μας για να μην βλέπουμε την αλήθεια ,γιατί η αλήθεια δυστυχώς πάντοτε πληγώνει και εμείς πολλές φορές νιώθουμε αδύναμοι για να την δεχτούμε .Γι ’αυτό πολλές φορές ψάχνουμε ακριβό μετάξι από τα βάθη της Κίνας για να μην νιώθουμε την αφή του όταν ερμητικά μας κλείνει τα μάτια κρατώντας μας μακριά από το θέατρο του παραλόγου που κατάντησε πια η ζωή μας, έτσι και αλλιώς ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει έναν θεατή γιατί δεν μπορεί να παρακολουθήσει όσα διαδραματίζονται στο κέντρο της σκηνής ακόμα και όταν γίνονται κάτω από το φως που ρίχνουν οι προβολείς ,όταν ο άμοιρος είναι τυφλός .Μα να που έρχεται και εκείνη η στιγμή που δεν μπορούμε άλλο να παίξουμε τον ρόλο του τυφλού όποιοι και αν ήταν οι λόγοι που δικαιολογούσαν αυτή μας την πράξη και με θυμό ίσως και για τον ίδιο τον εαυτό μας θέλουμε το μαντήλι να πετάξουμε πια μακριά μας , γιατί κατάντησε αναξιοπρεπές για το άτομο μας αλλά και γιατί νιώθουμε ότι δεν μπορούμε άλλο .
Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και αυτή με τα χέρια να τρέμουν από την ταραχή κλείνει το τηλέφωνο, ξέροντας πια πως όλα τα μηνύματα που παίρνει εδώ και καιρό ότι δεν ήταν δημιουργήματα της ζήλειας της , μα πως ήταν τα σημάδια της απιστίας του και να ήταν μια πάλι καλά, εδώ μιλάμε για την επανάληψη τους ίδιου κατολισθήματος άπειρες φορές λες και έψαχνε την επιβεβαίωση του ανδρισμού του σε όποιο θηλυκό θα περνούσε από δίπλα του .Και αυτή κοιμόταν; Τι έκανε; Πως δεν έβλεπε τα σημάδια; Εξάλλου ο τύπος δεν ήξερε ούτε καν να ρίχνει στάχτη στα μάτια για να μην το καταλάβει και να μην το ψάξει .Και αυτή που νύχτα μέρα έψαχνε , καινούργια λόγια και χρώματα τον έρωτα να πλανέψει, γιατί το ένιωθε πως ήταν το θηλυκό που στο κύτταρο του έφερνε την επιθυμία μέσα από τους αιώνες του έρωτα, τώρα να έχει μπροστά της όλα τα αποκαλυπτικά στοιχεία του εγκλήματος και να νιώθει τελείως γυμνή και να τρέμει στο μέσο μιας καταιγίδας , μην ξέροντας πώς να ημερέψει τον φόβο , για το που μπορούσε να την οδηγήσει η οργή της Και μέσα στο μυαλό της είχε ήδη σηκωθεί ένας κυκλώνας από συναισθήματα, που ήθελαν χωρίς οίκτο να ισοπεδώσουν τα πάντα και πρώτα από όλα αυτόν τον παραβάτη που καταπάτησε όλους τους ανθρώπινους όρκους του . Το ένα ποτό ακολούθησε το άλλο και σιγά- σιγά ήταν σαν να ημέρευε όλη εκείνη η ορμή με την οποία προμηνυόταν η καταιγίδα και τότε ξέσπασε μια σιωπηλή βροχή πάνω από τα αποκαΐδια που ήταν ότι απόμεινε από μια πόλη πουμόλις τηνείχανκουρσέψει και αυτή η πόλη ήταν η ίδια η καρδιά της και ότι απόμεινε από αυτήν ήταν πια μόνο ερείπια . Και σιγά –σιγά μέσα στου καπνού τους άσπρους κύκλους σαν γέρος ινδιάνος άρχιζε να διαβάζει όλα τα μηνύματα που καιρό τώρα τα λάβαινε μα που από τον φόβο της μοναξιάς δεν ήθελε να τα διαβάσει σωστά και όχι γιατί δεν ήξερε την γλώσσα με την οποία μιλούν τα σώματα των ερωτευμένων , αλλά γιατί δεν ήθελε να δεχτεί ότι ο έρωτας ήταν απών από το σκηνικό της ίδιας της ερωτικής τους πράξης και αυτή που πάντα μέσα της ένιωθε μια δίψα;Τώρα πια το ήξερε γιατί το βράδυ ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα και με αφυδατωμένα τα χείλη, ήταν και αυτή η διαίσθηση που σαν αρχαία μάντισσα της μιλούσε μέσα στον ύπνο και της έδειχνε τα σημάδια που ήθελε εσκεμμένα να σκεπάσει την ημέρα και τότε ένιωθε τον χρόνο, σαν ένα πελώριο ρολόι να κρέμεται με τρόμο πάνω από τις νύχτες και την αβεβαιότητα σαν ένα φίδι να κουλουριάζεται γύρω από το μέλλων της…
Το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και αυτή με τα χέρια να τρέμουν από την ταραχή κλείνει το τηλέφωνο, ξέροντας πια πως όλα τα μηνύματα που παίρνει εδώ και καιρό ότι δεν ήταν δημιουργήματα της ζήλειας της , μα πως ήταν τα σημάδια της απιστίας του και να ήταν μια πάλι καλά, εδώ μιλάμε για την επανάληψη τους ίδιου κατολισθήματος άπειρες φορές λες και έψαχνε την επιβεβαίωση του ανδρισμού του σε όποιο θηλυκό θα περνούσε από δίπλα του .Και αυτή κοιμόταν; Τι έκανε; Πως δεν έβλεπε τα σημάδια; Εξάλλου ο τύπος δεν ήξερε ούτε καν να ρίχνει στάχτη στα μάτια για να μην το καταλάβει και να μην το ψάξει .Και αυτή που νύχτα μέρα έψαχνε , καινούργια λόγια και χρώματα τον έρωτα να πλανέψει, γιατί το ένιωθε πως ήταν το θηλυκό που στο κύτταρο του έφερνε την επιθυμία μέσα από τους αιώνες του έρωτα, τώρα να έχει μπροστά της όλα τα αποκαλυπτικά στοιχεία του εγκλήματος και να νιώθει τελείως γυμνή και να τρέμει στο μέσο μιας καταιγίδας , μην ξέροντας πώς να ημερέψει τον φόβο , για το που μπορούσε να την οδηγήσει η οργή της Και μέσα στο μυαλό της είχε ήδη σηκωθεί ένας κυκλώνας από συναισθήματα, που ήθελαν χωρίς οίκτο να ισοπεδώσουν τα πάντα και πρώτα από όλα αυτόν τον παραβάτη που καταπάτησε όλους τους ανθρώπινους όρκους του . Το ένα ποτό ακολούθησε το άλλο και σιγά- σιγά ήταν σαν να ημέρευε όλη εκείνη η ορμή με την οποία προμηνυόταν η καταιγίδα και τότε ξέσπασε μια σιωπηλή βροχή πάνω από τα αποκαΐδια που ήταν ότι απόμεινε από μια πόλη πουμόλις τηνείχανκουρσέψει και αυτή η πόλη ήταν η ίδια η καρδιά της και ότι απόμεινε από αυτήν ήταν πια μόνο ερείπια . Και σιγά –σιγά μέσα στου καπνού τους άσπρους κύκλους σαν γέρος ινδιάνος άρχιζε να διαβάζει όλα τα μηνύματα που καιρό τώρα τα λάβαινε μα που από τον φόβο της μοναξιάς δεν ήθελε να τα διαβάσει σωστά και όχι γιατί δεν ήξερε την γλώσσα με την οποία μιλούν τα σώματα των ερωτευμένων , αλλά γιατί δεν ήθελε να δεχτεί ότι ο έρωτας ήταν απών από το σκηνικό της ίδιας της ερωτικής τους πράξης και αυτή που πάντα μέσα της ένιωθε μια δίψα;Τώρα πια το ήξερε γιατί το βράδυ ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα και με αφυδατωμένα τα χείλη, ήταν και αυτή η διαίσθηση που σαν αρχαία μάντισσα της μιλούσε μέσα στον ύπνο και της έδειχνε τα σημάδια που ήθελε εσκεμμένα να σκεπάσει την ημέρα και τότε ένιωθε τον χρόνο, σαν ένα πελώριο ρολόι να κρέμεται με τρόμο πάνω από τις νύχτες και την αβεβαιότητα σαν ένα φίδι να κουλουριάζεται γύρω από το μέλλων της…
Κείμενο: Βάσω Μπρατάκη
Αφιερωμένο
στους φίλους και τις φίλες
που αγαπήσαν την ηρωίδα μου
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )
Υ.Γ. Στους φίλους και τις φίλες που με διαβάζουν μήνες θέλω την γνώμη σας για αυτό το μικρό κείμενο, γιατί είναι ένα μικρό απόσπασμα από κάτι που άρχισα να γράφω αυτές τις ημέρες.
Αποσπάσματα
από την ζωή μιας γυναίκας
η καινούργια δουλειά που ετοιμάζω
...Ένα πρωινό του φθινοπώρου και αυτή το μόνο που έβλεπε ήταν το γκρίζο και ας ήταν το παράθυρο γεμάτο από γλάστρες με χρυσάνθεμα και ας είχε κατεβεί ο ήλιος σέρνοντας νωχελικά τα βήματα του για να στρογγυλοκαθίσει πάνω στα πέταλα τους.Σήμερα δεν μπορούσε να δει τίποτε γιατί ήταν σαν να έβρεχε σιωπή πάνω από τα δευτερόλεπτα. Την μια ώρα διαδεχόταν η άλλη και έξω οι νότες της βροχής προσπαθούσαν να υποτάξουν τον θόρυβο της πόλης που σαν αλητάκι έτρεχε κάνοντας φασαρία εδώ και εκεί.Από παιδί το ένιωθε πως το φθινόπωρο ήταν πάντα η εποχή που μέσα της ξυπνούσαν οι ποιητές με όλα τα χρώματα και τα αρώματα που χυνόντουσαν γλυκά μέσα στο αίμα για να την κάνουν να νιώθει πάντα ερωτευμένη.
Το μυαλό της ήταν σαν να είχε μπλεχτεί σε ένα δαίδαλο σκέψεων από όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει.Ήταν σαν να είχε ξυπνήσει από ένα ύπνο διαφορετικό από όλους τους άλλους,κοιμόταν χρόνια και δεν το είχε καταλάβει.Ναι είχε δίκιο εκείνη η γυναίκα ,που μέσα στου αλκοόλ την ζάλη,κάθε νύχτα της φώναζε θυμωμένα ,ότι δεν της άφηνε χώρο να ανασάνει και ότι της είχε αρπάξει το σώμα και την ψυχή, για να γερνούν δίπλα σε ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ερωτευτούν με τον τρόπο που αυτή ήθελε,μα αυτή είχε την ανάγκη αυτού του έρωτα που ήταν γραμμένος ακόμα και σε αυτά τα κύτταρα της πριν ακόμα ταξιδέψουν μέσα στους αιώνες.
Κατευθύνθηκε για να αλλάξει το φίλτρο του καφέ και να κάνει καινούργιο.Ήταν τόσο βυθισμένη στις σκέψεις της,που αν την ρωτούσεςεκείνη την στιγμή τι έκανε,
ίσως και να μην ήξερε να σου απαντήσει.Εξάλλου ήταν και αυτή η θάλασσα των αναμνήσεων που απλωνόταν ολοένα και πιο πολύ και ύστερα ήρθε στο μυαλό της και εκείνος ο πίνακας με την θάλασσα που έμπαινε στο δωμάτιο και τώρα το θυμάται πως δεν μπορούσε για ώρα πολύ να ξεκολλήσει το βλέμμα της από πάνω του.Μια θάλασσα ένιωθε και αυτή την στιγμή να μπαίνει από παντού στο δωμάτιο από σκέψεις ,εικόνες και συναισθήματα και αυτή γυναίκα γυμνή να ψάχνει μέσα στα ναυάγια τους νεκρούς της.Έβαλε τον καφέ στο φλυτζάνι και ύστερα άναψε μηχανικά το τσιγάρο για να βουλιάξει ακόμα πιο πολύ μέσα στου καπνού την γλυκιά ζάλη.
Είναι ξέρετε κάποια στιγμή στις ζωές των ανθρώπων ,που έρχονται αντιμέτωποι με τον ίδιο τον εαυτό τους,για να δούνε αν είναι καλά εκεί που είναι ή αν χαθήκαν μέσα στην ίδια τους την πόλη.Βλέπετε μεγάλη η πόλη και οι δρόμοι της γεμάτοι από μοναξιά ίσως και από τον φόβο της μοναξιάς και αυτός ο φόβος είναι πολλές φορές χειρότερος και από αυτή την ίδια την μοναξιά, γιατί τον νιώθεις νύχτα μέρα να σου ακινητοποιεί τα πόδια και να μένεις κολλημένος σε ένα βάλτο από όπου δεν μπορείς να ξεκολλήσεις..
Βάσω Μπρατάκη
Υ.Γ. Στους φίλους και τις φίλες που με διαβάζουν μήνες θέλω την γνώμη σας για αυτό το μικρό κείμενο, γιατί είναι ένα μικρό απόσπασμα από κάτι που άρχισα να γράφω αυτές τις ημέρες.
Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας καζάζη )
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Πως ακούγεται ο βηματισμός των άστρων,
στα καλντερίμια του φεγγαριού!
Και εγώ γυναίκα γυμνή,
με όλα τα φύλλα του φθινοπώρου,
στους ώμους και τα χέρια,
καρφωμένη στο κέντρο της νύχτας,
σαν τυφλή μάντισσα,
να ψάχνω με τα μάτια της αφής,
τα σημάδια του έρωτα σου.
Στην άκρη της κάμαρης,
το μαύρο τριμμένο παλτό σου
και εσύ σαν φυλαχτό ,
με λατρεία να έχεις φυλάξει,
στην φθαρμένη του φόδρα,
το ανάγλυφο σώμα του έρωτα μου.
Θέλω κάτι από σένα μου είπες,
να μου κρατά συντροφιά,
όταν θα ανεβαίνω ένα-ένα τα σκαλοπάτια,
της νύχτας όπου φυλάκισα τα όνειρα μου
και είναι και αυτά τα δωμάτια,
με τις ανάσες του έρωτα στούς τοίχους
και τα παραθυρόφυλλα τα διαβρωμένα,
από τις βροχές του φθινοπώρου
και το μεγάλο το ρολόι στον τοίχο,
που αρνείται επίμονα,
τον χρόνο να μας γυρίσει πίσω.
Και εγώ από τότε να κοιμίζω τα όνειρα μου,
στα λευκά σεντόνια όπου,
απλώσαμε γυμνό τον έρωτα μας,
περιστέρια μήπως και τα κάνω
να σου συντροφεύουν τις νύχτες.
Βάσω Μπρατάκη
Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009
Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Δυο λυγερόκορμα κυπαρίσσια,
σαν τα δάχτυλα γέρου πιανίστα,
κάτω από των άστρων την βεντάλια,
άκαρδα σκόρπισαν τις νότες,
που έγραψαν την σονάτα του θανάτου.
Και ήταν μεσάνυχτα ,
όταν κοράκια στα μαύρα φτερά τους,
καβάλα μου έφεραν την θλίψη
και ήταν η ζωή η ίδια που αιμορραγούσε,
σαν μικρή παιδούλα που θυσιαζόταν,
για ένα ταξίδι στο άγνωστο.
Ήταν εκείνη η καταραμένη η νύχτα,
που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω,
γιατί τα όνειρα μου σκότωσαν,
με όπλα που σημάδευαν την καρδιά σου
και εσύ αγάπη μου να κοιτάς στα μάτια,
τον στρατιώτη που εντολή είχε,
να σου αφαιρέσει την ζωή σε μια νύχτα ,
γιατί στα όνειρα σου το πουλί ήθελε,
να κελαηδά ελεύθερο μακριά από το κλουβί
και στο τραπέζι της ζωής να υπάρχει πάντα,
ένα καρβέλι ζεστό ψωμί...για σένα και για μένα...
Και εγώ αγάπη μου από τότε,
στο παγωμένο μέταλλο της σιωπής,
με αγωνία θα ψάχνω πάντα,
τα αποτυπώματα της φωνής σου,
όταν μου έλεγες το τελευταίο το αντίο
και ας μην το έμαθες ποτέ σου,
πως εκείνη την σημαδεμένη την νύχτα,
με ένα εγκατελειμμένο τζουκ μποξ,
σε δωμάτια ερειπωμένα και άδεια,
ότι θα χόρευε ταγκό,
ο θάνατος αντί για τον έρωτα.
Βάσω Μπρατάκη
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
στις όμορφες ιστορίες αγάπης
που τις έσβησε μια σφαίρα
πριν από 36 χρόνια
μια νύχτα του Νοέμβρη
σαν και σήμερα.
Δυο λυγερόκορμα κυπαρίσσια,
σαν τα δάχτυλα γέρου πιανίστα,
κάτω από των άστρων την βεντάλια,
άκαρδα σκόρπισαν τις νότες,
που έγραψαν την σονάτα του θανάτου.
Και ήταν μεσάνυχτα ,
όταν κοράκια στα μαύρα φτερά τους,
καβάλα μου έφεραν την θλίψη
και ήταν η ζωή η ίδια που αιμορραγούσε,
σαν μικρή παιδούλα που θυσιαζόταν,
για ένα ταξίδι στο άγνωστο.
Ήταν εκείνη η καταραμένη η νύχτα,
που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω,
γιατί τα όνειρα μου σκότωσαν,
με όπλα που σημάδευαν την καρδιά σου
και εσύ αγάπη μου να κοιτάς στα μάτια,
τον στρατιώτη που εντολή είχε,
να σου αφαιρέσει την ζωή σε μια νύχτα ,
γιατί στα όνειρα σου το πουλί ήθελε,
να κελαηδά ελεύθερο μακριά από το κλουβί
και στο τραπέζι της ζωής να υπάρχει πάντα,
ένα καρβέλι ζεστό ψωμί...για σένα και για μένα...
Και εγώ αγάπη μου από τότε,
στο παγωμένο μέταλλο της σιωπής,
με αγωνία θα ψάχνω πάντα,
τα αποτυπώματα της φωνής σου,
όταν μου έλεγες το τελευταίο το αντίο
και ας μην το έμαθες ποτέ σου,
πως εκείνη την σημαδεμένη την νύχτα,
με ένα εγκατελειμμένο τζουκ μποξ,
σε δωμάτια ερειπωμένα και άδεια,
ότι θα χόρευε ταγκό,
ο θάνατος αντί για τον έρωτα.
Βάσω Μπρατάκη
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
στις όμορφες ιστορίες αγάπης
που τις έσβησε μια σφαίρα
πριν από 36 χρόνια
μια νύχτα του Νοέμβρη
σαν και σήμερα.
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )
ΑΣΕ ΜΕ…
Άσε με ,με την ανατολή των χεριών μου ,
από την αρχή να σου ξαναχτίσω την ημέρα,
ψυχή που πορεύεται σε νύχτα δίχως φεγγάρια ,
μονάκριβό μου ρόδο, που το ανάστησε η φλόγα ,
όταν οι άπιστοι έκαιγαν την Αγία Τράπεζα ,
εκεί που οι πιστοί φύλαγαν σαν άγια κοινωνία,
στα σκεύη της μνήμης ,του έρωτα τους τα μυστικά .
Και η ηχώ ταξίδευε καλπάζοντας στα μονοπάτια,
μεταλλικής καμπάνας που ρίζωσε στην σιωπή ,
κορμί και εγώ …διψασμένο κορμί ,
χαμένο μέσα στου έρωτα σου την άγια σιωπή ,
όταν ο έρωτας γινόταν κρασί σε βενετσιάνικο ποτήρι,
και οι στιγμές αιμορραγούσαν, παραίσθηση ,
που διαλυόταν στον κυκλώνα των αισθήσεων,
από την αρχή να σου ξαναχτίσω την ημέρα,
ψυχή που πορεύεται σε νύχτα δίχως φεγγάρια ,
μονάκριβό μου ρόδο, που το ανάστησε η φλόγα ,
όταν οι άπιστοι έκαιγαν την Αγία Τράπεζα ,
εκεί που οι πιστοί φύλαγαν σαν άγια κοινωνία,
στα σκεύη της μνήμης ,του έρωτα τους τα μυστικά .
Και η ηχώ ταξίδευε καλπάζοντας στα μονοπάτια,
μεταλλικής καμπάνας που ρίζωσε στην σιωπή ,
κορμί και εγώ …διψασμένο κορμί ,
χαμένο μέσα στου έρωτα σου την άγια σιωπή ,
όταν ο έρωτας γινόταν κρασί σε βενετσιάνικο ποτήρι,
και οι στιγμές αιμορραγούσαν, παραίσθηση ,
που διαλυόταν στον κυκλώνα των αισθήσεων,
Άσε με ,να χαθώ στους χτύπους της καρδιάς σου ,
όταν η επιθυμία γκρεμίζει τα κάστρα της λογικής ,
και ο έρωτας ξαναγεννιέται πάλι μυστικά ,
στα ομιχλώδη τοπία που χρόνια τώρα ,
σιωπηλά μαζεύουμε τους νεκρούς έρωτες μας
και είχαν δεκανίκια τα όνειρα μας ,
όταν ο Μορφέας σκοτεινός πορευόταν,
προς τα κει που υψωνόταν των άστρων η πολιτεία
και το αίμα πέταλα φωτιάς να μου στέλνει ,
κατά εκεί που ξυπνά το φεγγάρι τα όνειρα μου
και είναι η σιωπή συνεργός του έρωτα ,
όταν το σκοτάδι καλπάζει σαν θλιμμένος καβαλάρης ,
ανάμεσα στα γρανιτένια δάση της νύχτας ,
και εγώ ψυχή παραδομένη στα μάγια του έρωτα σου….
όταν η επιθυμία γκρεμίζει τα κάστρα της λογικής ,
και ο έρωτας ξαναγεννιέται πάλι μυστικά ,
στα ομιχλώδη τοπία που χρόνια τώρα ,
σιωπηλά μαζεύουμε τους νεκρούς έρωτες μας
και είχαν δεκανίκια τα όνειρα μας ,
όταν ο Μορφέας σκοτεινός πορευόταν,
προς τα κει που υψωνόταν των άστρων η πολιτεία
και το αίμα πέταλα φωτιάς να μου στέλνει ,
κατά εκεί που ξυπνά το φεγγάρι τα όνειρα μου
και είναι η σιωπή συνεργός του έρωτα ,
όταν το σκοτάδι καλπάζει σαν θλιμμένος καβαλάρης ,
ανάμεσα στα γρανιτένια δάση της νύχτας ,
και εγώ ψυχή παραδομένη στα μάγια του έρωτα σου….
Βάσω Μπρατάκη
LET ME…
Let me, with the dawn of my hands
To rebuild your day from the beginning
Soul that wanders in a moonless night
My precious rose, risen by flame
When the perfidious burnt the Altar
Where the believers cherished as a holy communion
The secrets of their love, in memory’s vessels
And Echo travelled galloping on the trails
Of a metal bell that rooted in silence
And I, a figure…a thirsty body
Lost within the holy silence of your love,
When love turned into wine in a Venice glass,
And moments bled,
Illusion that scattered
In the cyclone of the senses
To rebuild your day from the beginning
Soul that wanders in a moonless night
My precious rose, risen by flame
When the perfidious burnt the Altar
Where the believers cherished as a holy communion
The secrets of their love, in memory’s vessels
And Echo travelled galloping on the trails
Of a metal bell that rooted in silence
And I, a figure…a thirsty body
Lost within the holy silence of your love,
When love turned into wine in a Venice glass,
And moments bled,
Illusion that scattered
In the cyclone of the senses
Let me perish in your heartbeats
When desire shatters the castles of sanity
And love is secretly born again
In the dim sceneries where for years to pass
We silently harvest our dead loves
And our dreams bore ancon
When dark Morpheus headed
To the land of the stars
And blood sending me petals of fire
Towards where the moon awakes my dreams
And silence is love’s accomplice
When darkness gallops like a sad rider
Through granitic forests of the night
And I, a soul surrendered in your love’s spells…
When desire shatters the castles of sanity
And love is secretly born again
In the dim sceneries where for years to pass
We silently harvest our dead loves
And our dreams bore ancon
When dark Morpheus headed
To the land of the stars
And blood sending me petals of fire
Towards where the moon awakes my dreams
And silence is love’s accomplice
When darkness gallops like a sad rider
Through granitic forests of the night
And I, a soul surrendered in your love’s spells…
Vaso brataki
Η ποιητική απόδοση
στα αγγλικά ανήκει
στην Χάρις Παρασκευοπούλου
στα αγγλικά ανήκει
στην Χάρις Παρασκευοπούλου
translated by
Xaris Paraskevopoylou
Xaris Paraskevopoylou
Ευχαριστώ την φίλη μου
την ζωγράφο Μαρία Καζάζη
για τον υπέροχο πίνακα της.
Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας καζάζη )
ΚΥΚΛΟΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΑΣ
Αφιερωμένο
στην φίλη μου
την Carpe diem
Κύκλοι οι νύχτες μας και στο κέντρο,
η καρδιά μου...η καρδιά σου...οι καρδιές μας.
Και γύρω τους διψασμένοι κυνηγοί,
που βγήκαν με αίμα να ξεδιψάσουν,
τα άγρια ένστικτα του έρωτα τους,
κρύβοντας φαρέτρα και βέλη,
στον ίσκιο του φεγγαριού,
όταν ποτάμια το αίμα, άναβε φωτιές,
σε δάση που δεν είχαμε ποτέ διαβεί
και ήταν ο φόβος της μοναξιάς του ταξιδιού,
που τους έχρισε εραστές του φεγγαριού...
Και είναι η σιωπή των αμνών που ακούγεται,
κάθε φορά που πέφτει η μάσκα.
Και αυτοί πάντα να στοχεύουν,
στο κέντρο την καρδιά μας.
Και εμείς πληγωμένοι και γυμνοί,
με σπασμένα τα φτερά,
έντρομοι να βλέπουμε ,στο κατώφλι της ανατολής,
πως ο κύκλος της νύχτας, έχει και άλλο μικρύνει
και στο φως του φεγγαριού, φαντάζει ,ολοένα και πιο πολύ,
το κέντρο της φοβισμένης καρδιάς μας.
Και μέσα στου αλκοόλ την ζάλη
και στου καπνού τους άσπρους κύκλους,
να αναρωτιέσαι ολοένα και πιο πολύ,
αν θα προλάβουμε ,άραγε να αγαπηθούμε
και ας έχουμε παιδευτεί,
να μάθουμε τον έρωτα να καλούμε,
με όλες τις λέξεις της σιωπής.
Γιατί είναι γραφτό της μοίρας,
οι άνθρωποι να γερνάνε νωρίς.
Άραγε θα προλάβουμε;
Στον ίσκιο αυτού του ερωτηματικού,
γερνούν οι νύχτες μας...
Βάσω Μπρατάκη
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι έργο της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΕΝΟΣ ΜΠΛΟΥΖ
Για σένα θα βρω τις πιο όμορφες λέξεις...
Άγγελε μου...άγγελε της νύχτας
και τον έρωτα μου για σένα θα ντύσω ,
όταν στα σκαλοπάτια ενός μπλουζ ,
θα κατρακυλά η ψυχή μου.
Και ας ήρθαν μαύρα πουλιά ,
που στο ράμφος έφεραν,
του πανικού την μοναξιά.
Και ας έκλεισαν τα παραθυρόφυλλα ,
την νύχτα απ' έξω
και ας έγιναν οι ώρες μου σκοτεινά κελιά ,
εγώ πάντα έξω από την πόρτα του ονείρου ,
θα σου αφήνω τα κλειδιά ...μόνο έλα.
Για σένα θα γράψω τα πιο όμορφα μπλουζ...
Άγγελε μου...άγγελε της νύχτας
και ας είναι ένα άδειο βιβλίο οι νύχτες σου,
εγώ με τις νότες μου θα ημερέψω την σιωπή τους
και το αγρίμι του έρωτα θα ξυπνήσω,
κάτω από την ομπρέλα της μουσικής μου
και με αγωνία θα ψάχνω στο μαύρο των ματιών σου,
τα σημάδια του έρωτα.
Και πριν το ξημέρωμα μας βρει ,
εγώ θα είμαι πάντα αυτή που θα τρέχει,
σαν ερωτευμένη ξυπόλητη παιδούλα ,
στις αυλές του ουρανού ,τα άστρα να σου φέρω ,
για να φωτίσω αγάπη μου τα όνειρα σου.
Βάσω Μπρατάκη
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
Σε αυτούς που πιστεύουν
στους
αγγέλους
Ευχαριστώ την φίλη μου
την ζωγράφο Μαρία Καζάζη
για τον υπέροχο πίνακα της
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Καζάζη )
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Ένα θέατρο του παραλόγου οι νύχτες μας,
με πρωταγωνιστές που δεν ήξεραν το ρόλο τους
και εμείς θαμώνες μιας πλασματικής ευτυχίας,
πίσω από το τράνταγμα ενός γέλιου,
να κρύβουμε το δάκρυ της ψυχής μας.
Γιατί γνωρίζουμε καλά,
πως αληθινοί καλλιτέχνες δεν υπάρχουν πια
και ας λένε πως η τέχνη διδάσκεται,
υπάρχει και η τέχνη_να ερωτεύεσαι _
και είναι λίγοι αυτοί που την κατέχουν...
Μα ευτυχώς υπάρχουν και οι εραστές που δεν φοβούνται,
την φωτιά ν 'αγγίξουν στα αλήθεια,
ακόμα και όταν το φεγγάρι καθρεφτίζεται ματωμένο,
στο σκοτεινό πηγάδι της νύχτας,
ακόμα και όταν στην άκρη του δρόμου,
παρατημένα κουρέλια, τα όνειρα μιας ζωής,
αυτών η καρδιά δεν θα πάψει ποτέ , τρελά να χτυπά.
Και ας ξέρει η άπιστη νύφη πως επιστροφή δεν έχει
και ότι στο τέλος του έργου πάντα,
ένα ματωμένο νυφικό θα την προσμένει...
Βάσω Μπρατάκη
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ
στην φίλη
που σήμερα γιορτάζει.
Ευχαριστώ
την ζωγρά φο Μαρία Καζάζη
Για τον υπέροχο πίνακα της
Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας Kαζάζη )
της Loreena Mckennitt
που μου έστειλε κάποτε...
ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
Η
(ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥ)
στίχοι για τραγούδι
Κόρη της φωτιάς,
που ανέμελη σεργιανούσες,
στις γειτονιές του ονείρου,
χαϊδεμένη σε ονόμασα,
τσιγγάνου ανέμου,
όταν ηδονικά χόρευες,
χαράζοντας καρδιές,
σε κορμιά σιντεφένια,
κρασί πίνοντας,
από θλιμένα δειλινά,
όταν ροδοπέταλα φωτιάς,
στροβιλίζονταν στην δύνη,
τσιγγάνικου χορού.
Κόρη της φωτιάς,
την καρδιά μου έκλεψες,
όταν με βιολιά μίλησαν,
τσιγγάνοι στο αίμα
και παράφορα αγάπησα,
την φωτιά αγγέλων
και τους δρόμους πήρα,
στο κόκκινο της καρδιάς,
τρελός και παράφρων ,
από έρωτα για εσένα
και ζητιάνος έγινα ,
εγώ που δεν πίστευα στα όνειρα,
του πιο τρελού ονείρου...
Βάσω Μπρατάκη
Αφιερωμένο στην φίλη μου την Όλγα
που της αρέσει να γράφει τραγούδια,
σαν ένα ευχαριστώ για τα τραγούδια, της Loreena Mckennitt
που μου έστειλε κάποτε...
Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009
ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ
LONELY TRAVELLER
Αφιερωμένο στην Χάρις
Dedicated to Charis
Εγώ ο μοναχικός ταξιδευτής,
στις πεδιάδες του ονείρου,
στο φως του φεγγαριού,
άσπρα είδα να τρέχουν άλογα.
Στο χλιμίντρισμα τους,
ένιωσα την κραυγή της σιωπής
και στην πυρωμένη ανάσα τους,
το πύρωμα της στιγμής,
όταν ο έρωτας ανασταίνεται
στις πεδιάδες του ονείρου,
στο φως του φεγγαριού,
άσπρα είδα να τρέχουν άλογα.
Στο χλιμίντρισμα τους,
ένιωσα την κραυγή της σιωπής
και στην πυρωμένη ανάσα τους,
το πύρωμα της στιγμής,
όταν ο έρωτας ανασταίνεται
και οι ψυχές στροβιλίζονται,
στην δύνη των άστρων.
I, the lonely traveller,
Saw white horses cantering
On the dream valleys,
On moonlight.
In their neigh,
I sensed the cry of silence
And in their flaming breath,
Moment’s lighting up,
When love resurrects
Saw white horses cantering
On the dream valleys,
On moonlight.
In their neigh,
I sensed the cry of silence
And in their flaming breath,
Moment’s lighting up,
When love resurrects
And the souls swirl,
Within the stars’ whirlpool.
Within the stars’ whirlpool.
Εγώ ο μοναχικός ταξιδευτής,
στους δρόμους της φωτιάς,
σε σοκάκια σκοτεινά και άδεια,
όταν η ζωή κυλούσε καλπάζοντας,
σε πορφυρά ποτάμια,
τα πιο παράλογα είδα παιχνίδια,
να παίζονται του έρωτα
και υποσχέσεις να δίνονται,
κάτω από σπασμένες λάμπες,
για αγάπες που δεν γνώριζαν,
από πρέπει και λογική.
στους δρόμους της φωτιάς,
σε σοκάκια σκοτεινά και άδεια,
όταν η ζωή κυλούσε καλπάζοντας,
σε πορφυρά ποτάμια,
τα πιο παράλογα είδα παιχνίδια,
να παίζονται του έρωτα
και υποσχέσεις να δίνονται,
κάτω από σπασμένες λάμπες,
για αγάπες που δεν γνώριζαν,
από πρέπει και λογική.
I, the lonely traveller,
Witnessed the most bizarre
Games of love being played
On the streets of fire,
In dark and empty alleys,
When life flowed galloping,
In scarlet rivers,
And promises being given
Under shuttered lamps,
Promises of loves
Ignorant of proper and reasonable.
Witnessed the most bizarre
Games of love being played
On the streets of fire,
In dark and empty alleys,
When life flowed galloping,
In scarlet rivers,
And promises being given
Under shuttered lamps,
Promises of loves
Ignorant of proper and reasonable.
Εγώ ο μοναχικός ταξιδευτής,
στις λεωφόρους της καρδιάς,
μικρό πληγωμένο πουλί,
στον ίσκιο της μουσικής,
δεν έπαψα ποτέ να ψάχνω,
τις συντεταγμένες ενός ονείρου,
όταν στις γειτονιές του φεγγαριού,
αγόρια και κορίτσια,
έτρεχαν χαράζοντας τσέρκια φωτιάς,
στο κορμί μάγισσας νύχτας.
Αγουρωποί ίσως καρποί,
στα περιβόλια του έρωτα.
στις λεωφόρους της καρδιάς,
μικρό πληγωμένο πουλί,
στον ίσκιο της μουσικής,
δεν έπαψα ποτέ να ψάχνω,
τις συντεταγμένες ενός ονείρου,
όταν στις γειτονιές του φεγγαριού,
αγόρια και κορίτσια,
έτρεχαν χαράζοντας τσέρκια φωτιάς,
στο κορμί μάγισσας νύχτας.
Αγουρωποί ίσως καρποί,
στα περιβόλια του έρωτα.
I, the lonely traveller,
Never ceased to search
The coordinates of a dream
On highways of the heart,
Wounded little bird,
In the shadow of music,
When in Moon’s neighbourhoods
Boys and girls
Ran hacking fire hoops
On the body of a witch night.
Unripe, perhaps, fruits,
In the gardens of love.
Never ceased to search
The coordinates of a dream
On highways of the heart,
Wounded little bird,
In the shadow of music,
When in Moon’s neighbourhoods
Boys and girls
Ran hacking fire hoops
On the body of a witch night.
Unripe, perhaps, fruits,
In the gardens of love.
Vaso Brataki
Η ποιητική απόδοση
στα αγγλικά ανήκει
στην Χάρις Παρασκευοπούλου
translated by
Xaris Paraskevopoylou
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009
( Λεπτομέρεια από πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη )
Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Αφιερωμένο...
Φθινόπωρο ,η εποχή των ποιητών!
Βρέχει σιωπή μέσα στα όνειρα μου.
Πως κλαίνε σιωπηλά οι νύχτες σου;
Αυτές που ζήσαμε,εγώ και εσύ,
εραστές στον τροπικό του Αιγόκερου.
Ξεψυχισμένοι αγγέλοι,
τα καλοκαίρια που μας άφησαν πίσω
και είναι οι αγάπες μας,
ψάρια που σπαρταρούνε,
στα σκοτεινά κοράλλια της μνήμης
και εγώ πάντα σιωπηλή ,
να βαδίζω στην θλίψη μιας νότας...
Και εσύ πάντα να πορεύεσαι,
στην βροχή χωρίς ομπρέλα.
Και είναι σαν να αγγίζεις,
με γυμνά τα χέρια,
την μουσική φυσαρμόνικας,
που μικρό αγόρι έπαιζε,
στον κύκλο των χαμένων ποιητών.
Και στην αυλή της καρδιάς,
στοίβες από κιτρινισμένα φύλλα.
Και είναι οι ώρες που ξεψυχούνε,
όταν η νύχτα αγκαλιάζει την ημέρα.
Και εσύ ζητιάνος και ρακένδυτος,
στην άκρη του δειλινού,
πάντα να προσμένεις την λύτρωση,
από την δίψα των κορμιών.
Και ήταν αλμυρό το κύμα,
όταν μας άφηνε πίσω το καλοκαίρι,
πυρόξανθο αγόρι που έτρεχε βιαστικά,
κατά εκεί που αιμορραγεί ο ουρανός...
Βάσω Μπρατάκη
Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι έργο του ζωγράφου Ζαν Φρανσουά Μιλέ )
Ω μάνα της γης και κόρη του ήλιου,
η ζωή συνεχίζεται,
κάτω από τον ήλιο ή μέσα στην βροχή,
πάνω από την γη που σου χαρίσαν,
για να γεννοβολάς και να καρπαίνεις,
τις κόρες και τους γιούς σου,
τα στάχυα ίσως που την αυριανή ημέρα,
θα χρυσώνουν κάτω από τον ήλιο,
αρχίζοντας ένα καινούργιο τραγούδι,
μια καινούργια ζωή, ένα καινούργιο αγώνα,
τον αγώνα της ζωής βαθειά
μέσα στις ρίζες του κόσμου,
τον αγώνα του ήλιου,
βαθειά μέσα στις καρδιές των ανθρώπων.
Ω μάνα της γης και κόρη του ήλιου,
η ζωή συνεχίζεται,
πάνω από τα χρόνια με τις ημέρες μας,
άλλοτε με γέλια και άλλοτε με κλάματα.
Tις ημέρες ίσως που μοχθούμε και αγωνιάμε
πάνω από την ίδια την γη μας,
με μόνο σύντροφο τον αδελφό ήλιο.
Tις μέρες ίσως που πονάμε και πεθαίνουμε,
πάντα για τον ίδιο σκοπό, τον ιερό σκοπό,
την λευτεριά και μια στάλα ψωμί,
το ψωμί για να θρέψουμε τα παιδιά μας.
Βάσω Μπρατάκη
Από την ποιητική συλλογή μου
''ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ-ΔΟΚΙΜΕΣ ''
Γράφτηκε το 1984
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009
(Ο πίνακας είναι έργο του Γιάννη Τσαρούχη )
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
AUGUST
Στα δίχτυα της σιωπής
ασημένια ψάρια που σπαρταρούσαν
Οι χτύποι της καρδιάς μας
Όταν ο μικρός Αύγουστος
Ανέβαινε θριαμβευτικά
Στα πέτρινα σκαλοπάτια του καλοκαιριού
Σαν άλλος Ίκαρος
που δεν γνώριζε
Πως το πύρωμα μιας στιγμής
Μπορεί να λιώσει τα πάντα
Ακόμα και αυτά τα κέρινα τα φτερά μας.
In nets of silence
Our heartbeats writhe
Like Silver fish
When little August
Climbed triumphantly
Summer’s stone stairs
Like an Ikarus,
Unaware of the melting power
Of a moment’s lighting
That can waste everything away
Even our wings of wax
Our heartbeats writhe
Like Silver fish
When little August
Climbed triumphantly
Summer’s stone stairs
Like an Ikarus,
Unaware of the melting power
Of a moment’s lighting
That can waste everything away
Even our wings of wax
Και στην χούφτα του δειλινού
Τρέλα και λογική
Σ' ένα κουβάρι μπερδεμένα
Όταν σμιλεύαμε σιωπηλά
Τις λέξεις που γεννά ο έρωτας
Εκεί που συναντήθηκαν
Μυστικά οι σιωπές μας
Όταν το κόκκινο άνοιγε θριαμβευτικά
Την αυλαία ,στους θιασώτες του ονείρου
Που υπόσχονταν για μια ακόμα φορά
Να αναστήσουν στην αυλή των θαυμάτων
Τα λόγια της αγάπης που κλείσαμε κρυφά
Στις κάμαρες του ονείρου
Μην και γίνουν λεία
στα χέρια Άπληστων τυμβωρύχων...
Madness and sanity
Tangled In a skein
Left in sunset’s palm
When we were silently carving
Words born by love
Where our silences
Secretly met
When red dropped
In a triumph
The curtain
To the devotees of the dream
Those that promised
Once more
To rise
In the courtyard of miracles
The words of love,
That we hid in secret
In the chambers of dream
To protect them
From becoming the prey
Of the voracious thieves’
unholy hands…
Tangled In a skein
Left in sunset’s palm
When we were silently carving
Words born by love
Where our silences
Secretly met
When red dropped
In a triumph
The curtain
To the devotees of the dream
Those that promised
Once more
To rise
In the courtyard of miracles
The words of love,
That we hid in secret
In the chambers of dream
To protect them
From becoming the prey
Of the voracious thieves’
unholy hands…
Vaso Brataki
Η ποιητική απόδοση
στα αγγλικά ανήκει
στην Χάρις Παρασκευοπούλου.
translated by
Xaris Paraskevopoylou.
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009
(Ζωγραφική Βάσω Μπρατάκη )
translated by
xaris Paraskevopoulou.
ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΑΣ
UPON THE MIRROR OF OUR EYES
Πάνω στον καθρέφτη των ματιών μας,
τα θαμπά κόκκινα δίχτυα του πόθου.
Πάνω στην καρέκλα,
το άσπρο τριμμένο πουκάμισο σου.
Πάνω στο κρεβάτι,
το ζεστό γυμνό σώμα του έρωτα μας.
Upon the mirror of our eyes
Lie lust's dull red nets.
Upon the chair,
Your white shirt, worn.
Upon the bed,
Lies warm the naked body of our love
Και πάντα,
τα ιδια γυμνά χείλη,τα χείλη μας...
Και πάντα,
τα ίδια γυμνά χέρια, τα χέρια μας...
Και πάντα,
τα ίδια γυμνά όνειρα, τα όνειρα μας...
Και πάντα,
οι ίδιες γυμνές νύχτες, οι νύχτες μας....
Always,
The same naked lips, our lips...
Always,
The same naked hands ,our hands...
Always,
the same naked dreams, our dreams...
Always,
The same naked nights, our nights...
Αύριο θα έχουμε ζήσει για μια ακόμα φορά,
έναν ακόμα έρωτα.
Αύριο θα έχουμε φορέσει για μια ακόμα φορά,
τα ίδια ρούχα.
Αύριο θα πάρουμε και πάλι,
για μια ακόμα φορά τους ίδιους δρόμους,
τους δρόμους της αποξένωσης και της μοναξιάς,
που τόσο τους μισήσαμε....
Tomorrow we will have lived once more,
One more love.
Tomorrow we will have worn once more,
the same clothes.
Tomorrow we will wander again,
The same streets,
The streets of alienation and of loneliness,
Those we so hated....
Αύριο θα έχουμε γίνει,
για μια ακόμα φορά πιο ξένοι.
Αύριο θα πλάθουμε
και πάλι για μια ακόμα φορά,
χώρια ή και μαζί, ποιός ξέρει
το όνειρο για μια καινούργια νύχτα....
Tomorrow we'll be
Even more strangers
Once more.
Tomorrow we'll weave,
Once more,
Together or apart,
-Who Knows?-
The dream
for a brand new night.
Vaso Brataki
[ Γράφτηκε το φθινόπωρο του 1982 ]
Η ποιητική απόδοση
στα αγγλικά ανήκει
στην Χάρις Παρασκευοπούλου.
translated by
xaris Paraskevopoulou.
Αφιερωμένο στην Χάρις
μ' ένα μεγάλο ευχαριστώ....
Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009
( Ο πίνακας είναι της ζωγράφου Μαρίας καζάζη )
ΕΛΕΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΓΑΠΗ
Αλήθεια,
πόσο φριχτά η ζωή μας άδειασε,
ένα ποτάμι από μαβιά πουλιά,
στο πέταγμα κάποιας μακρινής δύσης,
όταν η γραμμή της οδύνης ,
αχνόφεξε στον ορίζοντα του πόνου,
τις νύχτες που λείπεις εσύ,
το πιο ακριβό από τα όνειρα μας...
Ήσουν το ψιθύρισμα της βροχής,
πάνω από τα σκόρπια χρυσάνθεμα,
στα ανάκλιντρα του Φθινοπώρου,
όταν έσβηναν σιωπηλά,
μεθώντας μέσα στο ίδιο τους το χρώμα...
Ήσουν του ψιθύρισμα του ήλιου κατακτητή,
όταν ανέβαινε κουρσεύοντας τρυφερά,
την ραχοκοκαλιά μιας αλκυονίδας ημέρας,
τις στιγμές που προσμέναμε καρτερικά,
την γέννηση της καινούργιας ζωής,
στις αυλές του απέραντου χειμώνα...
Ήσουν το τραγούδι της θάλασσας,
στο κοχύλι που νοσταλγικά κρατήσαμε,
στην θέση της καρδιάς μας,
οδοιπόροι μιας καλοκαιρινής ημέρας
και το τραγούδι της φωτιάς,΄
όταν γινόταν έρωτας ,καταχτητής
στην ρόδινη σάρκα των ξύλων...
Ήσουν το τραγούδι της νύχτας,
όταν όλα είχαν βουβαθεί
και το ψιθύρισμα του αγέρα,
μέσα από τα δάχτυλα των άστρων,
την ώρα που γεννιέται το τραγούδι...
Ήσουν αυτό που το ζούμε μόνο μια φορά,
παρθένοι στην πλάνη αυτού του κόσμου,
εσένα το μονάκριβο όνειρο,
της πρώτης μας αγάπης....
Βάσω Μπρατάκη
Ευχαριστώ την φίλη μου
την ζωγράφο Μαρία καζάζη
για τον υπέροχο πίνακα της.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ Για τον πατέρα μου Τις πιο όμορφες λέξεις ψάχνω, για να σου γράψω το τραγούδι του αποχαιρετισμού, χειμώνες ...
-
ΜΟΝΑΞΙΑ Αλήθεια πόση μοναξιά στο πέταγμά σου μικρή πεταλούδα του ονείρου πάνω από την γκρίζα πολιτεία. Αμπαρωμένες οι πόρτες της ψυχής κλεισ...
-
ΜΟΝΑΞΙΑ Αλήθεια πόση μοναξιά στο πέταγμα σου μικρή πεταλούδα του ονείρου πάνω από την γκρίζα πολ...